- Μωάμεθ
- (αραβ. Μουχάματ, Μέκκα περ. 570 – Μεδίνα 632). Προφήτης και ιδρυτής του Ισλαμισμού. Για τη ζωή του Μ. η μόνη ασφαλής πηγή είναι το Κοράνιο, το οποίο όμως περιέχει ελάχιστο βιογραφικό υλικό. Ακολουθεί η Σίρα ή «Υποδειγματική ζωή» του προφήτη, που συνέταξε ο Ιμπν Ισχάκ της Μεδίνα μόλις εκατό χρόνια μετά τον θάνατο του M., η οποία περιέχει και απόκρυφο υλικό: μερικά όμως από τα στοιχεία που ακολουθούν βρίσκονται υπό κάποια αμφισβήτηση. Ο Μ. γεννήθηκε στη Μέκκα, την πνευματική πρωτεύουσα της Αραβίας της εποχής του. Σκοτεινά είναι τα γεγονότα των πρώτων σαράντα χρόνων της ζωής του: ο Μ. φαίνεται ότι ανήκε στη μεγάλη φυλή των Κορεϊσιτών (Κουραΐς), δηλαδή στην εμπορική αριστοκρατία της Μέκκα, αλλά η παράδοση που τον θέλει κατά τη νεότητα του φτωχό έκανε μερικούς ιστορικούς να δεχτούν ότι ήταν έκθετο παιδί. Μένοντας ορφανός σε μικρή ηλικία, ανατράφηκε από τον παππού του (από τον πατέρα του), Αμπντ αλ-Μουτάλιμπ και ύστερα από το θείο του Αμπού Τάλιμπ, πατέρα του περίφημου Αλή. Μια αλλαγή στην οικονομική κατάσταση του Μ. επήλθε μετά τον γάμο του με την πλούσια χήρα Χαντίτζα, που ήταν 15 χρόνια μεγαλύτερη του, στην υπηρεσία της οποίας είχε προσληφθεί ως φύλακας καραβανιών και διαχειριστής. Τις πρώτες αποκαλύψεις τις είχε γύρω στο 609 - 610, ύστερα από μακρές αποχωρήσεις στις σπηλιές των γειτονικών βουνών της Μέκκα: πρόκειται για εμπειρίες θεοπαθείας, όχι καινούργιες στην ιστορία των θρησκειών, με οραματικά φαινόμενα (ένας τεράστιος άγγελος στον ορίζοντα) και ακουστικά (φωνές που υπαγόρευαν φράσεις σε ύφος συνεπτυγμένο και ιεροπρεπές). Οι πρώτοι που πίστεψαν στο νέο προφήτη ήταν, κατά την παράδοση, η γυναίκα του Χαντίτζα, ο εξάδελφός του Αλή, ο θετός γιος του Ζάιντ και οι δυο μέλλοντες χαλίφες Οθμάν και Αμπού Μπακρ. Γύρω στα τέλη του 612, κατά την παράδοση, μια αποκάλυψη διέταξε τον Μ. ν’ αρχίσει τη δημόσια αποστολή του.
Απόλυτος μονοθεϊσμός, ημέρα της κρίσης, ανάσταση της σάρκας, εντολές για μια ηθική βελτίωση είναι τα κύρια θέματα των πρώτων αυτών αποκαλύψεων, που πλουτίστηκαν ύστερα με ιστορίες βιβλικών και μη προφητών και άλλα στοιχεία. Ο νέος προφήτης όμως δεν έγινε πιστευτός από τους συμπατριώτες του, που πρώτα τον χλεύασαν και ύστερα τον καταδίωξαν άγρια. Το 615, μια ομάδα από οπαδούς του έφτασε στο σημείο να κόψει κάθε φυλετικό δεσμό και να καταφύγει στην Αιθιοπία· ο προσηλυτισμός του ειδωλολάτρη Όμαρ (ή Ομάρ), που έγινε λίγο αργότερα από τη μετανάστευση αυτή, συνέβαλε σημαντικά στην ισχυροποίηση της πρώτης μουσουλμανικής κοινότητας. Ύστερα από μια ανεπιτυχή προσπάθεια να προσηλυτίσουν στον μονοθεϊσμό την πλούσια πόλη-όαση της Ταΐφ, το 620, προσηλυτίστηκαν αρκετοί κάτοικοι της Γιαθρίμπ, της μελλοντικής Μεδίνας, και λίγο αργότερα, το 622, συνέβη η περίφημη εγίρα (χίτζρα = μετανάστευση, θραύση κάθε φυλετικού δεσμού με την κοινότητα της προέλευσης τους): ο προφήτης και οι οπαδοί του, κόβοντας κάθε κατάλοιπο δεσμού με το φυλετικό δίκαιο, κατέφυγαν στη Γιαθρίμπ, που ύστερα έγινε γνωστή με το όνομα Μαντίνα αν - ναμπί (πόλη του προφήτη, ή πιο απλά Μεδίνα). Εκεί γεννήθηκε ο πρώτος πυρήνας του νέου θεοκρατικού μουσουλμανικού κράτους-κοινότητας, που δεν ήταν πια συνδεδεμένο με το αρχαίο τοπικιστικό δίκαιο των αραβικών φυλών. Σ’ αυτό το κράτος-κοινότητα, οι πιστοί ήταν ελεύθεροι να προσχωρήσουν με την ίδια τους τη θέληση και να μην αναγνωρίζουν πια το δικαίωμα του αίματος. Η μετέπειτα ιστορία της δράσης του Μ. είναι η ιστορία ενός προφήτη-νομοθέτη και μαχητή. Αφού ισχυροποιήθηκε στη νέα πόλη του, ο Μ. ενέτεινε τις «εκστρατείες» που είχε ήδη εγκαινιάσει και τις οποίες ο μουσουλμανικός μοντερνισμός χαρακτηρίζει σήμερα - μόνο κατά ένα μέρος δικαιολογημένα - αποκλειστικά αμυντικές κατά της αριστοκρατικής ολιγαρχίας της Μέκκας· οι εκστρατείες αυτές, συχνά αψιμαχίες μεταξύ λίγων εκατοντάδων ανθρώπων, μεταμορφώθηκαν αργότερα από την παράδοση σε θαυματουργές μάχες, όπως η μάχη του Μπαντρ (624), η ατυχής μάχη της Ουχούντ (625), η μάχη «της Τάφρου» (627) και άλλες. Ταυτόχρονα ο Μ. χρησιμοποιούσε αμείλικτη αυστηρότητα προς τους εσωτερικούς του αντιπάλους, που κατηγορούνταν για συνεννοήσεις με τον εχθρό ή για έλλειψη ενθουσιασμού για τη νέα τάξη, κυρίως προς τους Εβραίους της Μεδίνας τους οποίους μεταχειρίστηκε σκληρά και σχεδόν τους εξόντωσε. Το 628, η συνθήκη της Χουνταϊμπίγια μεταξύ της αριστοκρατίας της Μέκκας και του προφήτη, του παρέσχε σημαντικά διπλωματικά πλεονεκτήματα. Τώρα πια, η τύχη των ειδωλολατρών της Μέκκας, που τηρούσαν επιφανειακά τις παραδόσεις, είχαν χαραχτεί: ακόμα και οι ανώτεροι εκπρόσωποι της ολιγαρχίας των Koρεϊσιτών ετοιμάζονταν να δεχτούν, άλλοι από σκοπιμότητα άλλοι όχι, τη νέα πίστη. Το 630, ο Μ. με την πρόφαση ότι η ανακωχή της Χουνταϊμπίγια είχε παραβιαστεί από τους κατοίκους της Μέκκας, βάδισε εναντίον της πόλης και εισήλθε σ’ αυτήν σχεδόν αμαχητί. Η συμπεριφορά του σ’ αυτή την περίπτωση υπήρξε εξαιρετικά «διπλωματική» και ανεκτική και μόνο έξι από τους πιο φανατικούς αντιπάλους του πλήρωσαν με τη ζωή τους την εχθρότητα προς τη νέα πίστη. Αλλά το ιερό της Κάαβα καθαρίστηκε από τα είδωλα και τις ειδωλολατρικές τελετουργίες και κάθε προνόμιο και ημιιερατικό αξίωμα αφαιρέθηκε από τους ειδωλολάτρες. Ο Μ. δεν εγκαθίδρυσε την πρωτεύουσά του στην ιερή πόλη της Μέκκα, αλλά επέστρεψε στη Μεδίνα, ύστερα από μια νικηφόρα μάχη στη Χουνάιν εναντίον ενός συνασπισμού βεδουίνων ειδωλολατρών. Κατά τα δύο τελευταία χρόνια της ζωής του, ο προφήτης γνώρισε άλλες νικηφόρες εκστρατείες που σιγά - σιγά οδήγησαν στην υποταγή στο νέο θεοκρατικό κράτος πολυάριθμες φυλές βεδουίνων, αν και αυτοί οι τελευταίοι δεν καταλάβαιναν τη θρησκευτική σημασία του βήματος που έκαναν. Το 631 ο Μ. δεν πήγε ο ίδιος στο ετήσιο προσκύνημα στη Μέκκα, αλλά έστειλε αντιπροσώπους του, κομιστές ενός μηνύματος που περιέχεται στο Κοράνιο (9, 3 - 5) και που είναι η οριστική καταδίκη του πολυθεϊσμού και η κήρυξη πολέμου κατά της ειδωλολατρίας. Τον επόμενο χρόνο, οπότε η Αραβία ήταν πια ουσιαστικά κάτω από την κυριαρχία του, ο προφήτης εκτέλεσε το προσκύνημα που έμεινε γνωστό ως «προσκύνημα αποχαιρετισμού». Λίγους μήνες αργότερα, στις 8 Ιουνίου 632, ο Μ. πέθανε στη Μεδίνα.
Αν η μορφή του Μ. εξυψώθηκε και εξιδανικεύθηκε υπερβολικά από τους οπαδούς του, συνάντησε αντίθετα υπερβολική εχθρότητα στη Δύση. Ο Μ. είναι ο κλασικός προφήτης του τύπου της Παλαιάς Διαθήκης, γεμάτος από ειλικρινή πίστη η οποία προερχόταν από μια εμπειρία που αυτός την ένιωθε σαν μια πραγματική επαφή με το θείο· στη νίκη της θείας αυτής «αλήθειας» υπέτασσε τα πάντα, ακόμα κι εκείνο, μερικές φορές, που μια εκλεπτυσμένη σύγχρονη ηθική θα θεωρούσε ως αυτόνομη ηθική αρχή. Ιδιαίτερα αξιέπαινη είναι η ταπεινοφροσύνη του (στο Κοράνιο φτάνει στο σημείο να δέχεται επιτιμήσεις από τον Θεό για μερικά ελαττώματα και πράξεις του) και η αυστηρότητα και λιτότητα της ζωής του.
Ο προφήτης Μωάμεθ ανεβαίνει στον ουρανό με την ακολουθία φτερωτών πνευμάτων, σε μικρογραφία του 16ου αι., της σχολής της Ταυρίδας (Μουσείο Τέχνης, Σιάτλ).
Η διάδοση της θρησκείας του Μωάμεθ καθιέρωσε ειδικού τύπου αρχιτεκτονικής των ναών? στη φωτογραφία, το τζαμί του Όμαρ (ή Ομάρ) στην Ιερουσαλήμ, χτισμένο από τον χαλίφη Αμπν-αλ-Μάλικ στην τοποθεσία όπου βρισκόταν ο ναός του Σολομώντα.
Εικόνα από μουσουλμανικό χειρόγραφο, στην οποία εμφανίζεται ο προφήτης Μωάμεθ σε νεαρή ηλικία, μεταξύ βοσκών και καμηλιέρηδων, πριν ακόμα αρχίσει τα κηρύγματά του.
Εικόνα από μουσουλμανικό χειρόγραφο, στην οποία ο προφήτης Μωάμεθ συζητά με τον έμπιστό του Άμπου Μπακρ τον τρόπο δραπέτευσής του στη Μεδίνα? η γυναίκα που αρμέγει είναι η σύζυγος του προφήτη.
Dictionary of Greek. 2013.